AΡΓΥΡΟΧΟΪΑ ΣΤΑ ΚΑΤΩ ΛΕΥΚΑΡΑ
Άργυρος, το γνωστό ασήμι, είναι λευκό μαλακό μέταλλο που μεταξύ άλλων έχει την ιδιότητα να μη σκουριάζει. Ανήκει στα πολύτιμα μέταλλα.
Στην αρχαία Κύπρο υπήρχαν, εκτός από τα μεταλλεία χαλκού και μεταλλεία χρυσού, αργυρού κ.α. Για μεταλλεία χαλκού και αργύρου στην Κύπρο μιλά κι ο Στράβων, αντλώντας την πληροφορία από τον Ερατοσθένη: γράφει ότι από τα πυκνότατα δάση της Κύπρου έκοβαν ξύλα, τόσο για ναυπήγηση στόλων, όσο και για να λειώνουν τον χαλκό και το ασήμι. Η Κύπρος περιγράφεται ως χώρα με μεταλλεία αργύρου και χαλκού.
Είναι πιθανόν ότι, τόσο ο χρυσός όσο κι ο άργυρος, είχαν ανακαλυφθεί στην Κύπρο, λίγο μετά την ανακάλυψη του Χαλκού (3000-2500 π.χ.). Θα πρέπει όμως να υποθέσουμε ότι οι λιγοστές ποσότητες αργύρου δεν επαρκούσαν για τις τοπικές ανάγκες. Ωστόσο το ασήμι χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια στην Κύπρο, για κατασκευή ποικίλων αντικειμένων, όπως μαρτυρούν πολλά αρχαιολογικά ευρήματα.
Αργυροχοϊα: Η κατασκευή αντικειμένων από ασήμι στην Κύπρο, αποδεικνύεται τουλάχιστον από το 2000 π.χ. Καρφίδες και περόνες, έχουν βρεθεί σε τάφους και χρονολογούνται στα 1500-1200 π.χ. Ένα θαυμάσιο αργυρό κύπελλο, διακοσμημένο με χρυσάφι και νίελλο, βρέθηκε στην Έγκωμη και θεωρείται εξαίρετο δείγμα αργυροχοϊας.
Η τέχνη της επαργύρωσης, χρησιμοποιήθηκε στην Κύπρο πλατιά κατά τους Χριστιανικούς χρόνους, οπότε πολλές εικόνες καλύπτονταν με φύλλα ασημιού, παράλληλα προς την ευρεία χρησιμοποίηση του μετάλλου αυτού στην κατασκευή εκκλησιαστικών σκευών (δισκοπότηρα, καντήλες κ.α.), στην κατασκευή σταυρών, στην κατασκευή διακοσμημένων εξωφύλλων, για ευαγγέλια κλπ.
Σήμερα η τέχνη της αργυροχοϊας – χρυσοχοΐας στην Κύπρο, συνδυάζει την μακρά παράδοση με τις σύγχρονες ροπές και αντιλήψεις. Δείγματα της σύγχρονης αυτής τέχνης παρουσιάζονται σε καθιερωμένες ετήσιες εκθέσεις.
Παράλληλα, ο Κύπριος λαϊκός τεχνίτης – αργυροχόος υπάρχει ακόμη στην Κύπρο. Στα Κάτω Λεύκαρα σήμερα δυστυχώς εργάζεται μόνο ένας τεχνίτης – αργυροχόος, που δουλεύει το ασήμι με τον παραδοσιακό σφυρήλατο τρόπο, κατασκευάζοντας τα παραδοσιακά κυπριακά τελετουργικά αντικείμενα, όπως το καπνιστήρι και τη μερρέχα, καθώς και αρκετά άλλα είδη λαϊκής τέχνης.
Στην περιοχή των Λευκάρων, είναι πιθανό η αργυροχοϊα να εμφανίστηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιστοριοδίφη, Αριστείδη Ν. Κουδουνάρη, με βάση τη χρονολόγηση της συλλογής παλιών ασημικών που έχει – πόρπες, βραχιόλια, ενώτια, σταυρούς – που τα αγόρασε από το γνωστό Εβραίο χρυσοχόο της Λάρνακας, Leon Algazy και τα οποία προέρχονταν από την περιοχή των Λευκάρων, συμπεραίνεται η πιο πάνω εκδοχή. Μάλιστα, όπως τονίζει ο ίδιος, τα ασημικά αυτά ήταν επισμαλτωμένα.
Η τέχνη του σμάλτου, που ανάγεται κι αυτή στους αρχαίους χρόνους, φαίνεται πως ήταν γνωστή και στους Λευκαρίτες αργυροχόους. Εξάλλου από τις καταχωρίσεις στον «ΚΩΝΤΥΚΑ» της εκκλησίας του Σταυρού, συμπεραίνεται ότι κατασκευάζονταν στα Λεύκαρα ασημένια εκκλησιαστικά σκεύη, όπως ασημένιες καντήλες στα μέσα του 18ου αιώνα (1742). Έφεραν δε μάστορα ροδίτην (από την Ρόδο) μαζί και τους μαθητές του και έκαμαν το τέμπλο ως φαίνεται γλυπτό και τον θρόνο του δεσπότη και την Αγία Τράπεζα και ένα καντήλι ασημένιο με έξοδα της εκκλησίας.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο ροδίτης μάστορας δεν ήταν μόνο «γλυπτουργός», αλλά και αργυροχόος. Δεν αποκλείεται μάλιστα να εθήτευσαν κοντά του και Λευκαρίτες μαθητές, που να εμυήθησαν στην τέχνη του. Από την περιγραφή του Βασιλείου Γρηγόροβιτς Βάρσκυ, Ρώσου μοναχού, που επισκέφτηκε την Κύπρο και την περιοχή των Λευκάρων το 1734, μας δίνεται η πληροφορία ότι ο Τίμιος Σταυρός της εκκλησίας των Πάνω Λευκάρων, ήταν τότε ασημένιος.