Τα Κάτω λεύκαρα με τα γνωστά Λευκαρίτικα κεντήματα, είναι μια κοινότητα με πλούσια παράδοση και αρχαϊκό παρελθόν, που ακουμπά τουλάχιστον τα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια, σύμφωνα με ευρήματα σε αρχαίους τάφους που βρέθηκαν στην περιοχή. Η κοινότητα διασώζει μέχρι σήμερα το ήθος και την παρρησία μιας Κύπρου οράγιστης και αυθεντικής, ζωντανής κληρονομιάς, λαϊκής παράδοσης και ονείρου.
Οι λιγοστοί κάτοικοι δεν χρησιμοποιούν πια γαϊδούρια και μουλάρια, ούτε το ξύλινο «Ισιόδιον» άρωτρο για τις ξηρικές καλλιέργειες των ελιών, των γνωστών μεσαιωνικών «Φραγκοελιών» και των χαρουπιών, του πάλε ποτέ «μαύρου χρυσού» της Κύπρου. Οι γυναίκες όμως χρυσοχέρηδες κεντήτριες, εξακολουθούν να επιμένουν στην ίδια τεχνική, στα ίδια μοτίβα να μετατρέπουν το απλό λινό ύφασμα σε περιζήτητα κεντήματα, πρώτα για την προίκα της θυγατέρας ή της εγγονής και αργότερα για Δούκισσες και Βασιλιάδες. Εδώ αναπτύχθηκε μαζί με την τέχνη της κεντητικής και η τέχνη της αργυροχοΐας. Σήμερα κατασκευάζεται μια μεγάλη ποικιλία λευκαρίτικων κεντημάτων που χαρακτηρίζονται για τον πλούτο και την ποικιλία των σχεδίων τους και της μοναδικότητάς τους ως σημαντική λαϊκή τέχνη. Ένας πραγματικός λαϊκός πλούτος, που η ΟΥΝΕΣΚΟ αποτύπωσε στα παγκόσμια έργα πολιτιστικής κληρονομιάς.
Δύο σημαντικά βυζαντινά μνημεία κοσμούν και λαμπρύνουν την Κοινότητα: Η Εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, κτίσμα του 12ου αιώνα με υπέροχες τοιχογραφίες που κάποτε το 1259 επί ενετοκρατίας έλαχε να φιλοξενήσει για αρκετά χρόνια την έδρα της μητρόπολης Κιτίου και Αμαθούντας. Η Εκκλησία του Αγίου Τιμοθέου, μοναδική στην Κύπρο, που δυστυχώς σ’ αυτή δεν σώθηκαν τοιχογραφίες, όμως παρόμοια μονόκλιτη σταυροειδής με τρούλο, μεγάλης πολιτιστικής αξίας και οι δύο.
Στο χωριό διατηρούνται μερικά χαρακτηριστικά ειδυλλιακά σημεία, που παραπέμπουν τον επισκέπτη στην Κύπρο του Χθες: Ένα τέτοιο σημείο του χωριού είναι το «Τζιούριν», ο τόπος που υδρευόταν όλα τα ζωντανά του χωριού και «τα λαγούμια». Χαρακτηριστική είναι και η γειτονιά του χωριού με το παρατσούκλι «οι κοφτούδες». Πρόκειται για μια μικρή πλατεία, στο κέντρο του χωριού, όπου στα παλιά χρόνια οι δημογέροντες μαζεύονταν τα βράδια γύρω από ένα φανάρι που βρισκόταν πάνω σε ένα αναποδογυρισμένο κοφίνι και «έκοβαν και έραβαν» ή επί το κυπριακώτερον «εκόφκαν και εράφκαν» για ‘ολο το χωριό. Δηλαδή, αποφάσιζαν για την επιβολή των φορολογιών στους κατοίκους.